- αδικαιολόγητος πλουτισμός
- (Νομ.).Όρος του αστικού δικαίου, που περιγράφεται και οροθετείται με το άρθρο 904 του Α.Κ., το οποίο ορίζει ότι: όποιος έγινε πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση αχρεώστητης παροχής ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Με παροχή εξομοιώνεται και η συμβατική αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρέος. Η νομική έννοια του α.π. είναι μια έκφραση της γενικής αρχής του δικαίου και έχει προβλεφθεί για να καλύπτει τα κενά του αυστηρού τυπικού δικαίου και να το προσαρμόζει στις αρχές της ενεργού δικαιοσύνης. Από την πρώτη κιόλας καθιέρωση του γραπτού δικαίου, που ήταν αναγκαστικά τυπικό για να αποφεύγεται η αυθαιρεσία με την οποία είχε συνδεθεί η εφαρμογή του άγραφου ιερού νόμου, προέκυψε η ανάγκη της θέσπισης κανόνων που θα κάλυπταν τις απρόβλεπτες σχέσεις ή εκείνες που από τη φύση τους δεν μπορούσαν να περιοριστούν σε μια στενή ρύθμιση, λόγω της ποικιλίας των περιπτώσεων στις οποίες θα μπορούσαν να αναλυθούν. Η έννοια του α.π. είναι στενή νομική έννοια και δεν σκοπεύει να καλύψει γενικά την υπόθεση της ηθικής έννοιας της δικαιοσύνης ή την άρση των αδικιών. Παράδειγμα πολύ ενδεικτικό είναι η γνωστή περίπτωση των κατοχικών αγοραπωλησιών, οι οποίες νομικά δεν μπορούσαν να καλυφθούν με τις διατάξεις του α.π., γιατί βασίζονταν σε τυπικά νόμιμη σύμβαση και χρειάστηκε να εκδοθούν ειδικές συντακτικές πράξεις.
Dictionary of Greek. 2013.